Ο Αλέκος Αλεξανδράκης γεννήθηκε στις 27 Νοεμβρίου του 1928 και υπήρξε ένας ταλαντούχος και εργατικός ηθοποιός του θεάτρου, αλλά και της μεγάλης οθόνης κατά τη χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου. Μεγάλωσε στην Αθήνα, φοίτησε στο «Πρότυπον Λύκειον Αθηνών» (σημερινή Σχολή Μωραΐτη), ασχολήθηκε με τη ξιφασκία καταφέρνοντας 15 ετών να γίνει μέλος της εθνικής ομάδας, ενώ στη συνέχεια ήθελε να γίνει αξιωματικός του Ναυτικού και να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Όμως, μια παράσταση του Καρόλου Κουν με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη, τον βοήθησε να καταλάβει σε τι απ’ όλα έπρεπε να αφοσιωθεί. Στη συνέχεια αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στο Βασιλικό Θέατρο (σημερινό Εθνικό Θέατρο) καταφέρνοντας να περάσει πρώτος.
Στις 9 Ιουλίου του 1949 έκανε τα πρώτα του βήματα στο θέατρο και εντυπωσίασε τόσο τους κριτικούς όσο και το κοινό. Ο θαυμασμός για εκείνον εξαπλώθηκε γρήγορα, με τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, γνωστό δημοσιογράφο και κριτικό του θεάτρου, να γράφει για εκείνον στην Καθημερινή: «Παρουσιάστε όπλα! Επιτέλους ένας εραστής στο ελληνικό θέατρο». Ακόμα και ο κορυφαίος παραγωγός ταινιών και ιδρυτής της Finos Film, Φιλοποίμην Φίνος, ενθουσιάστηκε τόσο με τον Αλέκο που ήθελε να συνεργαστεί μαζί του άμεσα.
Στη ζωή του συμμετείχε σε μεγάλες παραστάσεις όπως «Ήταν όλοι τους παιδιά μου», «Η γυναίκα με τα μαύρα», «Μαντάμα Μπατερφλάι», «Ο γλάρος», «Έγκλημα και τιμωρία» και πρωταγωνίστησε σε περισσότερες από 75 κινηματογραφικές ταινίες, αρκετές εκ των οποίων παρακολουθούμε ακόμη και σήμερα. O Αλέκος Αλεξανδράκης, ο απόλυτος «τζέντλεμαν» της μεγάλης οθόνης, είχε υποδυθεί ποικίλους ρόλους καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του και αγαπήθηκε από κοινό και συνεργάτες. Έχει συνεργαστεί με τα πιο γνωστά και αγαπημένα ονόματα του ελληνικού κινηματογράφου, όπως με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στις ταινίες «Το κορίτσι με τα παραμύθια» (1956), «Το κλωτσοσκούφι» (1960) και «Η Ψεύτρα» (1963), την Τζένη Καρέζη στις ταινίες «Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο» και «Δεσποινίς Διευθυντής» (1964) και με τη Μελίνα Μερκούρη στη «Στέλλα» (1955).
Για 35 χρόνια, ξεκινώντας το 1956, ήταν και θιασάρχης, ενώ παράλληλα ανέλαβε τη σκηνοθεσία θεατρικών έργων και ταινιών όπως «Συνοικία το όνειρο» (1961), στην οποία πρωταγωνίστησε ο ίδιος. Με τη συγκεκριμένη ταινία ο Αλεξανδράκης ήθελε να περιγράψει ένα κομμάτι της μετεμφυλιακής Ελλάδας, όμως η ταινία δεν ήταν καλοδεχούμενη από την εξουσία της εποχής. Το 1996 ο Αλεξανδράκης σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ μίλησε για αυτό το γεγονός λέγοντας τα εξής: «Αυτή ήταν η μοναδική ταινία που έκανα σαν σκηνοθέτης και παραγωγός και πραγματικά την πλήρωσα πάρα πολύ… Οικονομικά… Ό,τι είχα μαζέψει από τις ταινίες που έκανα τα ‘βαλα για να κάνω αυτή την ταινία, γιατί ήθελα να πω αυτά τα πράγματα… Τελικά έγινε αυτή η ταινία, και ύστερα από καιρό που δεν την επιτρέπανε να παιχτεί την επιτρέψανε πετσοκομμένη».
Πάρα τις δυσκολίες η ταινία κατάφερε και απέσπασε το βραβείο φωτογραφίας και το βραβείο Β’ ανδρικού ρόλου στo Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1961. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 2001, έλαβε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος της Τιμής για την προσφορά του στην τέχνη από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν, επίσης, καθηγητής υποκριτικής στο Εργαστήρι του Διαμαντόπουλου.
Στις 8 Νοεμβρίου του 2005 και έπειτα από πολυετή μάχη με τον καρκίνο έφυγε από τη ζωή. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης ήταν ένας άνθρωπος με πάθος και αγάπη για την τέχνη, τον οποίο θαυμάζουμε μέχρι σήμερα τόσο για τον επαγγελματισμό και την εργατικότητά του, όσο και για τη πολύτιμη συνεισφορά του στον χώρο του ελληνικού θεάτρου και του κινηματογράφου.