Δε θα μπορούσαμε να είμαστε απούσες /απόντες και να μην καταθέσουμε κι εμείς τη δική μας εμπειρία για την ταινία που άφησε τους πάντες με το στόμα ανοιχτό και σάρωσε τα φετινά βραβεία Όσκαρ. Φυσικά αναφερόμαστε στο «Τα Πάντα Όλα» (πρωτότυπος τίτλος: Everything, Everywhere All at once), που έκανε κοινό και κριτικούς να παραληρήσουν (άλλοτε με θετικό και άλλοτε με αρνητικό πρόσημο).
Ξεκινώντας την εξιστόρηση της δικής μας συλλογιστικής γύρω από την ταινία, ας εξετάσουμε εν τάχει το concept της:
Η Έβελιν Γουάνγκ βρίσκεται σε κατάσταση… εκτάκτου ανάγκης! Έχει υπό την επίβλεψή της μια επιχείρηση η οποία κρέμεται από μια κλωστή, μια κόρη που απαιτεί την αποδοχή και την προσοχή της, έναν σύζυγο που της «σερβίρει» μια αίτηση διαζυγίου, έναν πατέρα με αμέτρητες παραξενιές και (το κερασάκι στην τούρτα) τον «πέλεκυ» της φορολογικής δικαιοσύνης. Και όλα αυτά ταυτοχρόνως. Σε μια τέτοια, εκτός ελέγχου κατάσταση, τι θα μπορούσε να τη βγάλει από τη «δύσκολη» θέση; Σίγουρα η αυθόρμητη απάντηση δε θα ήταν η ύπαρξή της σε παράλληλα σύμπαντα.
Όντας λάτρεις των ταινιών – σειρών που παίζουν με την έννοια του χρόνου, του χώρου και εγγενώς της ύπαρξης, είτε κωμικές είτε δραματικές, δε θα μπορούσα παρά να μην απολαύσω το ευφάνταστο σενάριο, το αξιοθαύμαστο μοντάζ και το – κατ’ εμέ – αυθόρμητο χιούμορ της ταινίας. Hero σκηνή δε θα μπορούσε παρά να είναι ο κυνικά κωμικός διάλογος μεταξύ των δύο βράχων, ανάμεσα στα πολλά highlight του «Τα Πάντα Όλα». Σαφώς, λοιπόν και κατά μεγάλο βαθμό, ορθώς βρέθηκε στο προσκήνιο των φετινών βραβείων.
Έρχεται, όμως και ένα μεγάλο αλλά… Σίγουρα διαφωνώ με τους αφοριστικούς κριτικούς που έσπευσαν να τη χαντακώσουν, ιδίως πριν τη βράβευση της ταινίας. Παρ’ όλ’ αυτά, δε θα μπορούσα παρά να συμφωνήσω ότι, από υποκριτικής άποψης, υπήρχαν περισσότερο έντονες ερμηνείες (Κόλιν Φάρελ, Μπρένταν Γκλίσον, Κέιτ Μπλάνσετ). Όπως, επίσης, ότι κατά έναν μεγάλο βαθμό η ταινία πραγματεύεται αρκετά περίπλοκα, φιλοσοφικά ζητήματα (περί νιχιλισμού, σκοπού της ύπαρξης, οικογενειακών σχέσεων) κάπως άρδην ή/και με μια cheesy παιδικότητα. Ίσως, αυτός και να ήταν βέβαια ο λόγος που το «Τα Πάντα Όλα» σάρωσε τα Όσκαρ με έναν ασύλληπτο αριθμό βραβείων: το ξεκίνημα μιας νέας «γενιάς» κινηματογράφου, πιο κοντά στο σύγχρονο τρόπο επικοινωνίας των memes και του κατακλυσμού μας από την αποσπασματικότητα των social media.
Ας μη δίνουμε, θα καταλήξω, στα Όσκαρ μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ όση πιθανότατα έχουν στην πραγματικότητα. Η ανάδειξη του «Τα Πάντα Όλα» σε φιλμ της χρονιάς είναι, κατά την άποψή μου, λιγότερο θέμα debate για την εξέλιξη του πιο γνωστού κινηματογραφικού θεσμού παγκοσμίως και περισσότερο μια ευκαιρία για να γίνουν ίσως πιο γνωστές στο ευρύ και όχι και τόσο κινηματογραφόφιλο κοινό ταινίες που πιθανότατα να περνούσαν στα ψιλά γράμματα.